παραδαρμένος

παραδαρμένος
-η, -ο
βλ. παραδέρνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραδαρμένος — η, ο (μτχ. παθ. πρκ. του ρ. παραδέρνω) 1. αυτός που ξυλοκοπήθηκε υπερβολικά: Είναι παραδαρμένος και φοβούμαι πως δε θα συνέλθει εύκολα. 2. ταλαιπωρημένος, κακομοιριασμένος, κουρασμένος, εξαντλημένος: Σφίγγει στα στήθια πάνω παραδαρμένο ένα κορμί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραδέρνω — ΝΜ, παραδέρω Α νεοελλ. 1. δέρνω πάρα πολύ 2. (κυρίως για πλοίο) χτυπιέμαι από τα κύματα, κλυδωνίζομαι («βαρκούλα μέσ στις θάλασσες παράδερνε μονάχη», Βιζυην.) 3. κινούμαι πέρα δώθε 4. μτφ. παλεύω με αντίξοες περιστάσεις, βασανίζομαι,… …   Dictionary of Greek

  • παραδέρνω — παράδειρα, παραδάρθηκα, παραδαρμένος 1. μτφ., δέρνω κάποιον υπερβολικά: Το παράδειρες το παιδί και δεν ησυχάζει από το κλάμα. 2. αμτβ., για πλοίο, παλεύω με τα κύματα, κλυδωνίζομαι: Ώρες παραδέρναμε στο έμπα του λιμανιού και αγκυροβολήσαμε τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”